σχηματογραφώ

σχηματογραφώ
-έω, Α
1. διαγράφω σχήματα
2. διακοσμώ κάτι με σχήματα ή μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, -ήματος + -γραφῶ (< -γράφος*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σχηματογραφία — η, ΝΜΑ [σχηματογραφῶ] η διαγραφή σχημάτων ή η παράσταση αντικειμένων με σχήματα νεοελλ. μαθημ. η λύση εξίσωσης ή συστήματος εξισώσεων με γραφική παράσταση μσν. αρχ. παράσταση αντικειμένων με εικόνες αρχ. σχέδιο ή χάρτης ενός τόπου …   Dictionary of Greek

  • σωματογραφώ — έω Μ (σχετικά με άυλα όντα) απεικονίζω με σωματική υπόσταση, ζωγραφίζω σαν να έχουν σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. σχηματογραφῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”